- βραχυσίδηρος
- βραχυσίδηρος και βραχυσίδαρος, -ον (Α)(για ακόντιο) αυτός που έχει μικρή σιδερένια αιχμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυσίδηρος — with a short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυσίδηρον — βραχυσίδηρος with a short masc/fem acc sg βραχυσίδηρος with a short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυσίδαρον — βραχυσίδᾱρον , βραχυσίδηρος with a short masc/fem acc sg (doric aeolic) βραχυσίδᾱρον , βραχυσίδηρος with a short neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek